υσπολώ

υσπολώ
-έω, Α
(κατά τον Ησύχ.) «συβωτῶ».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὗς «χοίρος» + -πολῶ (< -πολος < πέλω* / πέλομαι), πρβλ. οἰο-πολῶ. Η μορφή ὑσ- τού α' συνθετικού (αντί - ή ὑο-, πρβλ. -φορβός / ὑο-φορβός) είτε οφείλεται σε αναλογία προς την λ. ὑσπέλεθος* (< -σπέλεθος) είτε αποτελεί εσφ. γρφ. αντί ὑοπολῶ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”